- αἴθωνα
- αἴθωνfieryneut nom/voc/acc plαἴθωνfierymasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἴθων' — αἴθωνα , αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθωνα , αἴθων fiery masc/fem acc sg αἴθωνι , αἴθων fiery dat sg αἴθωνε , αἴθων fiery nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάθυμος — η, ο (Α μεγάθυμος, ον) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος 2. (για ζώο) ζωηρός («ταῡρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. καρτερικός, υπομονητικός. επίρρ... μεγαθύμως με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θυμός (πρβλ. εύ θυμος, κακό … Dictionary of Greek